εκατοντούτης

εκατοντούτης
ο (θηλ. εκατοντούτις) (Α ἑκατοντούτης, θηλ. ἑκατοντοῡτις)
αυτός που έχει ηλικία εκατό χρόνων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἑκατοντούτης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκατονταετής — ές (θηλ. και εκατονταέτις) (AM ἑκατονταετής, ές) 1. εκατόχρονος, αυτός που έχει διάρκεια εκατό χρόνων 2. (για πρόσωπα) ο εκατοντούτης μσν. νεοελλ. φρ. «εκατονταετής πόλεμος» ο πόλεμος μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας (1338 1453) που είχε διάρκεια εκατό …   Dictionary of Greek

  • εκατοχρονίτης — ο (θηλ. εκατοχρονίτισσα και εκατοχρονίτρα, ουδ. εκατοχρονίτικο) 1. αυτός που έχει ηλικία εκατό χρόνων, ο εκατοντούτης 2. ο πολύ ηλικιωμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”